Tabs: Blog | About Me |

Σάββατο, Απριλίου 29

"Κι αυτό θα περάσει"


"Κατάγομαι από μία γη αλλιώτικη" μου 'λεγε και συνέχιζε ακάθεκτη να ξεσκονίζει και να τακτοποιεί. Ανύπαρκτες σκόνες κατά την γνώμη μου. Όλα γύρω έλαμπαν. Περιπλάνησα το βλέμμα άλλη μία φορά στο χώρο της. Όλα ίδια και απαράλλαχτα χρόνια τώρα. Ένα παλιό σερβάν με βαρύ σκάλισμα. Και πάνω του φωτογραφίες με ασημένιες κορνίζες. Τραπεζαρία από ξύλο σκούρο με πόδια περίτεχνα. Στο κέντρο του τραπεζιού ένα βάζο γεμάτο τριαντάφυλλα. Καρέκλες με βελούδινα μαξιλάρια. Βυσσινί. Ίδιο χρώμα με τις κουρτίνες. Και στην άκρη της κάμαρας ένα μπαούλο. Πάνω του ακριβώς μία κιτρινισμένη φωτογραφία. Εκείνη καθιστή με μακρύ λευκό φόρεμα και εκείνος όρθιος πίσω της. Όμορφοι και οι δύο. Νέοι, αισιόδοξοι, χαμογελαστοί.
Σταμάτησε να μετακινεί αντικείμενα και με κοίταξε. "Ήταν όμορφος άντρας ο Βαγγέλης μου. Και με πρόσεχε. "Καλοπαντρεμένη" με φώναζαν στη γειτονιά. Περπατούσε πλάι μου και έβλεπες την έγνοια στα μάτια του". Σταμάτησε. Αναστέναξε. "Αλλά κι εγώ ήμουν όμορφη. Δες τα μάτια μου. Το χαμόγελό μου. Τον αγαπούσα τον Βαγγέλη. Λαμποκοπούσα δίπλα του".
Πρώτη φορά την άκουγα να μιλά για τα παλιά. Μπαινόβγαινα στην κάμαρά της από παιδάκι. Κοντοστεκόμουν πάντα στην πόρτα και ρουφούσα το άρωμα της καθαριότητας. Λεβάντα και απορρυπαντικό. Ένα μείγμα παράξενο που θαρρώ δεν θυμάμαι παρά μόνο στο σπίτι της. Μετά βουτούσα άνετα το χέρι στο βάζο με τις καραμέλλες και καθόμουν πλάι της μπουκωμένη να την κοιτάζω να πλέκει και να τραγουδάει. Είχε φωνή αταίριαστη με το παρουσιαστικό της. Ψηλή, νταρντάνα, αρχοντογυναίκα η ίδια κι η φωνή της λεπτή, βελούδινη, κοριτσίστικη, μαγευτική. Μόλις έπαιρνε να σουρουπώνει περνούσαμε στο διπλανό δωμάτιο. Την έβλεπα να ανάβει το καντήλι στα εικονίσματα. Και μετά έβαζε το ραδιόφωνο να μουρμουρίζει χαμηλά. Έπαιρνε ένα βιβλίο και άρχιζε να μου διαβάζει μεγαλόφωνα. Ακόμη κι όταν μεγάλωσα κάθε φορά που την επισκεπτόμουν έκανε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Άνοιγε το βάζο να μου προσφέρει καραμέλλες, έπιανε το πλεκτό, τραγουδούσε, άναβε το καντήλι και μετά διάλεγε ένα βιβλίο και άρχιζε την ανάγνωση. Αναρωτιόμουν αν όλα γίνονταν για μένα ή θα γίνονταν και χωρίς εμένα.
Κόντευε τα ογδόντα πια. Της έριχνα πλάγιες ματιές και σκεφτόμουν πως λιγόστεψαν τα μαλλιά της. Παιδί τα θαύμαζα όταν δύο στιγμές πριν το διάβασμα χανόταν στο μικροσκοπικό μπάνιο για να φορέσει την μακρυά νυχτικιά της. Βαμβακερή ή μάλλινη. Ανάλογα τον καιρό. Και μετά έβγαζε μπροστά μου τις φουρκέτες και η πλούσια κόμη αφηνόταν λεύτερη. Στεκόταν μπροστά σε ένα καθρέφτη που έγραφε το εξής περίεργο "ΚΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ". Έπαιρνε την βούρτσα και τα χτένιζε με μανία. Κάποτε κατάλαβα ότι χτένιζε και μετρούσε.
- Τι μετράς κυρά Στέλλα? τη ρώτησα
- Εκατό φορές, είπε. Τα χτενίζω εκατό φορές. Έτσι πρέπει.
Της άρεσε το "έτσι πρέπει". Τις δύσκολες απαντήσεις της έκλεινε πάντα μ' αυτό. Και μετά δεν σήκωνε κουβέντα.
Αυτό με τις εκατό φορές πάντως για κάποιο λόγο μου 'χε καρφωθεί στο μυαλό. Κάθε φορά που κρατούσα χτένα και κοιταζόμουν στον καθρέφτη, το θυμόμουν.
Μια άλλη φορά την ρώτησα για τον καθρέφτη. Οβάλ, μικρός, με ένα ξύλινο πλαίσιο και πάνω του χαραγμένη αυτή η φράση.
- Ποιός το γραψε αυτό? ρώτησα
- Εγώ, απάντησε.
- Και γιατί το 'γραψες κυρά Στέλλα? επέμεινα.
- Για να το θυμάμαι, μου είπε. Όλα περνούν. Να το θυμάσαι κι εσύ.
Έλεγε φράσεις κοφτές. Και μετά με κοίταζε με ένα βλέμμα παράξενο. Σαν να μου 'λεγε "τσιμουδιά". Και πράγματι σώπαινα. Δεν ξαναρωτούσα. Κι όταν καταλάβαινε ότι σκεφτόμουν την τελευταία της κουβέντα χαμογελούσε.
Σήμερα έβλεπα την κακία του χρόνου. Τα μαλλιά της κάτασπρα πια και λιγοστά. Σε αυστηρό κότσο πάντα. Με φουρκέτες πάντα. Ίσως να τα βούρτσιζε ακόμη κάθε βράδυ εκατό φορές. Το σώμα της καμπούριαζε. Τα μάτια της είχαν βαθουλώσει στις κόγχες. Κάποιες στιγμές θαρρούσα πως βούρκωναν. Ένα μαντηλάκι εμφανιζόταν από την μανσέτα του πουκαμίσου της διακριτικά και τα σφούγγιζε. Και μετά ξαναχανόταν εκεί. Λιγομίλητη όπως πάντα.
- Να σου φτιάξω καφεδάκι, επέμενε όταν με καλωσόρισε. Δεν της χάλασα χατήρι. Την ακολούθησα στην κουζίνα. Η ίδια μυρωδιά όπως παλιά. Την είδα να ξεκρεμάει το μπακιρένιο μπρίκι και να ανάβει το πετρογκάζ. Να τακτοποιεί το φλυτζανάκι και το ποτήρι στο δίσκο. Ασημένιος κι απάνω λευκή χειροποιήτη δαντέλα. Ο καφές μου έκανε τις απαραίτητες φουσκάλες και το καϊμάκι και τον πήγαμε στην τραπεζαρία. Άναψα τσιγάρο όταν την ειδα να κουβαλάει πάλι το βάζο με τις καραμέλλες, να το ανοίγει και να το αφήνει πλάι μου. Μετά βάλθηκε να ξεσκονίζει. Και ακόμη πιο μετά είπε εκείνη την παράξενη κουβέντα: "κατάγομαι από μία γη αλλιώτικη". Πράγματι, η Πόλη είναι μία γη αλλιώτικη. Η γη των νοικοκυραίων. Στο μυαλό μου -εξ' αιτίας της- Πόλη σήμαινε πάντα γη των φρεσκοασβεστωμένων σπιτιών, των ανθισμένων αυλών, του Ιμάμ μπαϊλντί και του φρεσκοαλεσμένου καφέ. Επέμενε πάντα σ' αυτό το τελευταίο. Μία φορά της πήρα επίτηδες ένα σακκουλάκι καφέ του εμπορίου. Άστραψε!
- Καφέ θα παίρνεις μόνο φρεσκοαλεσμένο από τον Αρμένη, μου 'λεγε. Και θα παίρνεις λίγο. Να μην ξεθυμαίνει το άρωμα.
Πράγματι, ο καφές της είχε πάντα ένα μεθυστικο άρωμα και μία γεύση πιο αυθεντική. Κοίταξα αφηρημένα την εξώπορτα. Θυμήθηκα την ιστορία με το πρώτο δόντι που έπρεπε να χάσω. Καθόμουν εκεί στο σκαλοπάτι της και το κουνούσα με το δάκτυλο.
Με χάζευε ώρα ώσπου ρώτησε:
- Τι συμβαίνει?
- Το δόντι μου κουνιέται.
- Α πρέπει να το δέσουμε στην πόρτα, είπε γελώντας. Σηκώθηκε και έκοψε λίγο σπάγκο από το κουβάρι που 'πλεκε. Τρόμαξα.
- Τι θα κάνεις εκεί?
- Εσύ θα το κάνεις, μου 'πε. Θα δέσεις την μία άκρη του σπάγκου στην πόρτα, την άλλη στο δόντι σου και μετά θα κλείσεις την πόρτα απότομα. Είναι ένα παιχνίδι με τα δόντια που παίζουν όλα τα παιδιά.
Με έπεισε. Έδεσα τον σπάγκο στην πετούγια της πόρτας και μετά κοντοστάθηκα.
- Θα πονέσω? τη ρώτησα.
- Στάσου να δω το δόντι και θα σου πω, μου είπε.
Άνοιξα το στόμα και το ακούμπησα με το χέρι μου. Η ταλάντωση του ήταν μεγάλη. Ταυτόχρονα τη μύτη μου χτύπησε μία μυρωδιά από ούζο. Αλλά ο νους μου ήταν αλλού. Κρατούσα σφικτά την άκρη του σπάγκου, νιώθοντας ασφαλής καθώς ήταν ακόμη μακριά από το δόντι μου.
- Ποιό καλέ? Αυτό το δόντι? είπε κι αμέσως ένιωσα την γεύση του αίματος στο στόμα. Πόνος μηδέν. Κι ο σπάγκος που με ξεγέλασε, έμεινε ένα παιχνίδι αχρησιμοποιήτο αλλά χρήσιμο. Δεμένος μάταια σε εκείνη την εξώπορτα. Πριν φύγω τύλιξε το δόντι σε ένα μαντήλι και μου το 'βαλε στο χέρι.
- Να το δώσεις στη μάνα σου, είπε.

Και να 'μαστε τώρα. Τρεις δεκαετίες μετά. Καθισμένες πάλι στον ίδιο χωρο να κοιτάμε κι οι δυό την εξώπορτα.
- Θυμάσαι το δόντι μου και τον σπάγκο? της είπα αυθόρμητα.
- Έσφιξες το νήμα στο χέρι σου, είπε και γέλασε. Μ' εμπιστεύτηκες όμως. Κι άλλες φορές με εμπιστεύτηκες. Θυμάσαι το σκισμένο γιακά της σχολικής ποδιάς σου? Την λευκή δαντέλα που του 'πλεξα σε μία νύχτα ολόγυρα? Θυμάσαι μία χαρτοπλεκτική που καταστρέψαμε μαζί αντί να φτιάξουμε το σωστό σχήμα και μετά κολλούσαμε τα σκισμένα κομμάτια της? Και μία ξυλοτεχνία που κόψαμε όλες τις σέγες και την άκρη του τραπεζιού μαζί?
Το 'πε και συγχρόνως σήκωσε το τραπεζόμαντηλο να μου δείξει το σημάδι. Παράξενο! Αυτά δεν τα θυμόμουν. Το μαντηλάκι της ξεπρόβαλε πάλι δειλά από τον καρπό.
- Θυμάσαι τι αγαπούσες πιο πολύ εδώ μέσα? με ρώτησε απρόσμενα και με κοίταξε κατάματα.
- Εσένα, είπα γελώντας και ξόρκισα την ένταση της στιγμής. Γέλασε κι εκείνη.
- Εκτός από μένα? επέμεινε
- Τον καθρέφτη σου, είπα αυθόρμητα. Γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε κι οι δύο από την μισάνοιχτη πόρτα. Επιβλητικός, κομψός και με εκείνο τ' όμορφο επίγραμμα.
- Θέλω να τον πάρεις, μου 'πε έξαφνα.
- Για ποιό λόγο? Εδώ θα μείνει και θα τον βλέπω κάθε φορά που θα 'ρχομαι να βλέπω κι εσένα.
- Γι' αυτό ακριβώς θέλω να τον πάρεις. Δεν θα υπάρξει άλλη φορά.
Προσπάθησα να παρηγορήσω τον φόβο της φυγής, τα γεράματα, την μοναξιά και την αρρώστια. Αμετάπειστη.
- Στο 'πα και πριν. Κατάγομαι από μία γη αλλιώτικη. Ζυμώθηκα με το λάδι μου και ξέρω πότε λιγιαίνει.
Την αποπήρα. Το 'ριξα στα καλαμπούρια. Το προσπέρασε κι εκείνη. Μα σαν αποφάσισα να τερματίσω την ... αρμένικη επίσκεψή μου έτρεξε και ξεκρέμασε τον καθρέφτη και τον τύλιξε σε ένα άσπρο πανί. Μου τον έβαλε στα χέρια κι είπε μόνο:
- Να το πιστεύεις. Η πιο μεγάλη αλήθεια που 'μαθα είναι αυτή. "Κι αυτό θα περάσει". Έτσι τα πέρασα όλα. Τον πόλεμο. Την χηρεία. Την φτώχεια. την πείνα. Τον ξεριζωμό. Την μοναξιά. Μ' ακούς; Να το κοιτάς κάθε πρωί και να σκέφτεσαι πως όλα είναι περαστικά. Κι εμείς μαζί. Περαστικοί.
Ο καθρέφτης πάνε δύο μήνες που βρίσκεται μαζί μου. Κοιτάζω την επιγραφή του και χαμογελώ συχνά. Η απίστευτη δύναμη της αισιοδοξίας. Ή μήπως της ματαιότητας?
Σήμερα το τηλεφώνημα μου ΄φερε τα άσχημα νέα της. Έφυγε.
- Ήταν τόσο ήρεμη τις τελευταίες ώρες, έλεγε η μάνα μου στο τηλέφωνο. Μας έδινε οδηγίες που θα βρούμε το καθετί. Σαν να τα είχε σκηνοθετήσει όλα.
- Κάτι άλλο είπε? ρώτησα
- Ναι, πριν φύγει έπιασε το χέρι το δικό μου και της Νίκης και μας είπε "Μην κάνετε έτσι. Κι αυτό θα περάσει".

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το ""Κι αυτό θα περάσει""