Tabs: Blog | About Me |

Δευτέρα, Μαρτίου 24

Σφύριξε χαρούμενα, μπορείς !!!

Πρωινό Δευτέρας. Πόσο απέχει η δυσθυμία από την αισιοδοξία?
Ένα κλικ. Ανοίγεις το ραδιόφωνο .. ακούς το σουξεδάκι της εποχής και σου φτιάχνει το κέφι. Τόσο απλά!!!



Kι επειδή γουστάρεις πολύ τον ρυθμό του κάνεις ένα ακόμη κλικ και το κρατάς (σαν χρειαζούμενο για ..τονωτικές ενέσεις).

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Σφύριξε χαρούμενα, μπορείς !!!"

Δευτέρα, Μαρτίου 17

Απ' της ψυχής μου το ιερό ως της ζωής μου το μπουρδέλο




Απόγευμα Κυριακής.
Η ασχήμια επιμένει να αποκαλύπτεται ξεδιάντροπα. Οι μέρες βλέπεις, μεγάλωσαν.
Βολτάρουμε στο κέντρο, αποφεύγοντας σαν .. άλτες τους σωρούς των σκουπιδιών.
"Τα σκουπίδια δίνουν πάρτυ στα στενά" σιγομουρμουρίζω εκνευρισμένη.
Με κοιτάζει και κοντοστέκεται απότομα. Έχει στο βλέμμα εκείνη την αλλοπαρμένη λάμψη του Κύρου Γρανάζη. Περιμένω στωϊκά την ατάκα της:
"Ωραία, πες μου τώρα κι ένα τραγούδι που να .. σε κόβει. Ένα απ' αυτά που ακούς και συγκρατείς με κόπο τον λυγμό".
Ξάφνιασμα! Κάνω να ξεγλυστρίσω αλλά επιμένει. Το δικό της το 'χει έτοιμο. Φταίει κι η φωνή του Σωκράτη που μοιάζει να στο καρφώνει -όχι στο αυτί μα- κατάστηθα.



Ψάχνω ενδόμυχα το αντιστάθμισμα. Να 'χει χρώμα, εικόνα, κίνηση, παράπονο κι ελπίδα.
Κι απροσδόκητα μου 'ρχεται ένα γλυκόπικρο τραγουδάκι από την τελευταία δουλειά του Βασίλη Σκουλά. Μου φέρνει κάθε φορά στο νου (γιατί άραγε;) την εικόνα από τον ναύτη του Τσαρούχη, που άξαφνα χάνει ποζάροντας το καπέλο του, απ' τον νοτιά.

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA


"Φιλενάς, μου ανακοινώνει βαρύγδουπα, σε βρίσκω να 'χεις περάσει απέναντι".
Καταπίνω την αντίρρηση και σκέφτομαι πόσο κοντά και μακρυά είναι συνάμα το "απέναντι".
Μόλις ένα άγγιγμα, ένα βλέμμα ή ένα χαμόγελο. Μία υποψία έρωτα.
Σαν αρχέγονα μαθημένοι να ενδίδουμε στ' όνειρο.
Ή και αντίθετα. Ταμπουρωμένοι στις οχυρώσεις και τις μάσκες μας.
Αποφασισμένοι πια να λέμε μόνο τ' ανούσια και τ' ανώδυνα, μπας και βγούμε αλώβητοι.
Λες και μας φτάνουν οι αλήθειες μας αμοίραστες.


Υ.Γ. Η φωτογραφία αλιεύτηκε από επαέ, ταγμένη να αποδείξει πόσο ελάχιστα απέχει ο δρόμος "απ' της ψυχής μου το ιερό ως της ζωής μου το μπουρδέλο".

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Απ' της ψυχής μου το ιερό ως της ζωής μου το μπουρδέλο"

Τετάρτη, Μαρτίου 12

Ο Μάνος Ελευθερίου, η Τζόντι Φόστερ & το Ηράκλειο


"Δέν είναι κόσμος εδώ και μήτε τόπος για να ζήσουμε.
Χρυσάφι ντροπής στοιβάζουν οι άνθρωποι.
Ευεργετούν τον πλούτο και ελεούν το ασήμαντο."
Μάνος Ελευθερίου


Τον ακούω στο δεύτερο πρόγραμμα. Προικισμένοι άνθρωποι όσοι ευλογήθηκαν με φωνή ταξιδεύτρα. Ο Μάνος Ελευθερίου μιλάει και σ' οδηγεί στους τόπους και στις αναμνήσεις του. Θυμάται τα μικράτα του στην Ερμούπολη της Σύρου.
"Λέου, λέου, λέου, λέου, τενεκές του πετρελαίου" ο στίχος από το ρεμπέτικο του 19ου αιώνα συντροφεύει τις θύμησες των εποχών, που η λάμπα του πετρελαίου φώτιζε τις νύχτες του. 
Συνειρμός ψύχραιμος, που ανθίσταται στην υστερία των ημερών με τις διακοπές του ρεύματος.
Ξεδιπλώνει με γλαφυρές αφηγήσεις τις εικόνες μίας εποχής που κατεδαφίσαμε για να φτιάξουμε 
την σύγχρονη Ελλάδα. Στιγμές ανθρώπων που σκύβουν στη λάμπα και δυναμώνουν το φυτίλι για να ανάψουν τσιγάρο.  
Κι ο Μάνος Ελευθερίου γίνεται πιο γαλαντόμος και πιο γενναιόδωρος, καθώς οι συνεργάτες του 
τον καθηλώνουν επί τρίωρο στο στούντιο για να του κάνουν "ραδιοφωνικώς" τα γενέθλιά του.  
Kα κάθε του κουβέντα σου θυμίζει πόσο όμορφα παλιώνει το σπάνιο κρασί και 
γίνεται όλο και πολυτιμότερο. 

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA


Oι στίχοι του κι οι φίλοι του ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες ενός κόσμου που τακτοποιεί τα συμβαίνοντα στα δελτία των ειδήσεων εκεί που τους αρμόζει. Υποθέτω δηλαδή, πουθενά. Σε αντίθεση με τον μοναχικό ήρωα του τελευταίου του βιβλίου (Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των 8) που επιμένει να καθηλώνεται στο χαζοκούτι του ακόμη κι όταν σκέψεις κι εικόνες τον κατακλύζουν. Το απόσπασμα χαρακτηριστικό: «(...) Tότε είδα κι εγώ το τίποτα. Εκεί που έβλεπε και η ίδια ή που εγώ νόμιζα ότι έβλεπε όλα εκείνα τα χρόνια που δεν τη γνώριζα. Και είδα ξαφνικά μέσα στα μάτια της αυτά τα πάμφωτα αρχαία ερείπια της ρημαγμένης ζωής πολλών ανθρώπων. Συναντήσεις πολλές και αποχαιρετισμούς. Τρένα και πλοία και λεωφορεία σαράβαλα και σκισμένες βαλίτσες δεμένες με σκοινιά. Την είδα που είχε κάπως απογειωθεί, δεν πατούσε στο χώμα, πατούσε σ' ένα μικρό γαλάζιο συννεφάκι, κάτω από τα παπούτσια της κυκλοφορούσαν με άνεση όλες οι γάτες της οικουμένης διαρκώς νιαουρίζοντας και πεινασμένες. Τι ρόλος ήταν αυτός που έπαιζε; Τίνος συγγραφέα; Τη χαιρέτησα ευγενικά και έφυγα. Η περιέργειά μου με είχε εκδικηθεί. Η σπάνια προαίσθησή μου ν' αποφεύγω τους κινδύνους είχε πάει περίπατο. Χωρίς να το σκεφτώ, είχα βγάλει ο ίδιος τα μάτια μου. Σύρθηκα μέχρι τη δουλειά μου εξαντλημένος και λυπημένος. Κι όταν αργότερα έφτασα στο σπίτι μου, δεν είχα όρεξη για τίποτα. Άνοιξα μόνο την μπαλκονόπορτα για να ‘ρχεται πιο εύκολα μες στο δωμάτιο η μελαγχολία της Αθήνας κι όλης της πατρίδας και κάθισα μπροστά στην τηλεόραση για ν' ακούσω τις ειδήσεις (...)».

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA


Η "ασκεψία" δεν είναι καν δόκιμος όρος. Είναι όμως σίγουρα υπάρχουσα κατάσταση. Είναι αυτό ακριβώς που κάνουμε βουλιάζοντας στον καναπέ για να χαλαρώσουμε -υποτίθεται- με τις εμμονές των .. καλών ανθρώπων που φτιάχνουν τα τηλεσκουπίδια μας. Την διακρίνεις πλέον εύκολα παντού, σαν να είναι μεταδοτική νόσος. Στους ελληναράδες που καμαρώνουν τους μασκέ Μακεδόνες των συλλαλητηρίων του Άδωνη, στους κυβερνοψηφοφόρους που πασχίζουν να αναμασήσουν τις πολιτικολογίες των αρχηγών τους για τα σκάνδαλα και τη διαφθορά, στις συντροφιές που συζητούν το σουξεδάκι της Καλομοίρας, ακόμη και στους "επιχειρούντες" που μηνύουν (για πρώτη φορά) συνδικαλιστές της ΔΕΗ, ενώ χρόνια στωϊκά αποδέχονται ότι οι διοίκησεις του μονοπωλιακού αγαθού δεν αποζημιώνουν ντεφάκτο.



Παρατηρώ στην οθόνη την Τζόντι Φόστερ στο "Εκτός εαυτού". Επαναλαμβάνει μία φράση μαγική: "περπατώ τις νύχτες στην πόλη και ψάχνω τις γνώριμες γωνιές της". Θα μπορούσε να το 'χε πει με την δική του φωνή ο Μάνος Ελευθερίου νωρίτερα. Ή θα μπορούσε να ήχεί σαν φράση στο μυαλό της Κλειώς, όταν ζωγράφιζε τον πίνακα του Ηρακλείου, που κότσαρε η αφεντιά μου σήμερα στην κορυφή του πόστ. Μία σπειροειδής κίνηση που καμώνεται πως ανιχνεύει τα πέριξ, αλλά κατ' ουσίαν γυρνά σαν μαχαίρι στα εσώτερα. Στην πόλη μου (μοιάζει με μικρομέγαλο κορίτσι που φοράει τα τακούνια της μητέρας της, καθώς δεν είναι το χάος της Αθήνας αλλά έχασε πια και την επαρχιακή της παιδικότητα) στήθηκε μία έκθεση με θέμα "Εν Ηρακλείω τη ...".
30 ντόπιοι δημιουργοί εστίασαν το βλέμμα τους σε τόπους, ανθρώπους και μνημεία, ενώνοντας βιώματα, αισθητικές αντιλήψεις, τεχνικές και προβληματισμούς για να συνθέσουν μία κοινή έκθεση έργων που βρήκε στέγη στον φιλόξενο χώρο της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου.
Στο έντυπο που εκδόθηκε, για να διαδώσει την προσπάθεια, υπάρχει ένας καλοδιαλεγμένος στίχος –χαρακτηριστικός της επίγευσης που αφήνει στον θεατή η επίσκεψη στον χώρο:
Μ’ αυτό το άλλο «συμπέρασμα» σχηματισμένο μέσα μου,
δεν χρειάστηκε, όταν νύχτωσε, ν’ ανάψω το φως…

Θα μπορούσε σκέφτομαι, να το 'χει γράψει ο Μάνος Ελευθερίου ή να το 'χει "ερμηνεύσει" η Τζόντι Φόστερ. Ωστόσο, δεν είναι παρά ο τρόπος που συναντιούνται οι εμπνεύσεις των ... ακόμη σκεπτόμενων.


Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Ο Μάνος Ελευθερίου, η Τζόντι Φόστερ & το Ηράκλειο"

Κυριακή, Μαρτίου 2

Ποιός φοβάται τη Βιρτζίνια .. Blog?



Η πόρτα χτύπησε στις 5.00 το πρωί. Άγριο χτύπημα Επιτακτικό. Όπως εκείνα που μόνο οι "εξουσίες" καταφέρνουν. Άνοιξα δειλά, καθώς δεν ήξερα ακόμη αν το ονειρεύτηκα ή μου συνέβαινε. Όρμησαν μέσα καμιά δεκαριά ένστολοι. Πανικοβλήθηκα.
- Έχουμε ένταλμα από τον εισαγγελέα υπηρεσίας, μου δήλωσε ο επικεφαλής με φωνή στεντόρεια.
Πάσχιζα μάταια να καταλάβω τι έγκλημα είχα διαπράξει.
- Το google μας έδωσε τα στοιχεία σας, σφύριξε στο αυτί μου ένας άλλος, τραβώντας μία καρέκλα κι αναγκάζοντάς με να καθίσω.
- Θα κατασχέσουμε υπολογιστές, lap top, scaner, fax και τυχόν άλλα μέσα που χρησιμοποιήσατε στην τέλεση του αδικήματος, ούρλιαξε βιαστικά ένας τρίτος που σκάλιζε ήδη το γραφείο μου.
Τραυλίζοντας τόλμησα να ρωτήσω για ποιό αδίκημα κατηγορούμαι. 
- Χα, κάγχασε ένας τέταρτος. Της εκβίασης, φυσικά και το ξέρετε
Μα, πρόκειται περί λάθους, τόλμησα να αρθρώσω. Εγώ δεν εκβίασα ποτέ κανένα.
Ο πιο αθόρυβος από όλους με πλησίασε με ένα μειλίχιο χαμόγελο:
- Μα φυσικά αγαπητή μου και εκβιάσατε. Είστε blogger, δεν είστε? Διακρίνατε μία κερκόπορτα ανωνυμίας και τη δρασκελίσατε αμέσως.
Αναθάρρησα και σχεδόν χαμογέλασα ανακουφισμένη. Α περί αυτού πρόκειται, είπα. Ε σιγά τον πολυέλαιο. Ακούστε κύριε ανακριτά, εγώ δεν εκβιάζω και δεν ζητάω αμοιβές για να εξαγοραστεί η σιωπή μου μέσω μπλόγκ. Άλλωστε, δεν έχω κάν σημαίνουσες πληροφορίες για σημαίνοντα πρόσωπα. Είμαι -πως να σας το πω;- μία ασημαντότητα, που ενίοτε από χόμπυ σκέφτεται και μοιράζεται τις σκέψεις της με άλλες ασημαντότητες, που κάνουν το ίδιο.
Το χαμόγελό του με πάγωσε:
- Μα περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Μας ενοχλεί αφόρητα η .. άνοδος της "ασημαντότητας" και κυρίως μας ενοχλεί η κατάπτυστη πρωτοβουλία του "σκέπτεσθαι".
- Μα τι λέτε; φώναξα εκνευρισμένη. Απαιτώ να φύγετε αμέσως από το σπίτι μου.
- Χμ αυτό δεν σας επιτρέπεται, είπε ο μεγαλόσωμος φύλακας, αφού έχετε συλληφθεί.
- Πώς είναι δυνατόν να έχω συλληφθεί;
αντέτεινα καθώς θυμόμουν ασυνείδητα να επαναλάβω απόλυτα την στιχομυθία του Γιόζεφ Κ. από τη "Δίκη" του Κάφκα.
Ένας ιερέας εισβάλει στη σκηνή. Νοιώθω μία απρόσμενη ανακούφιση. Μοιάζει ενήμερος για τα τεκταινόμενα. Βουτώ το χέρι του και ασυλλόγιστα σχεδόν επαναλαμβάνω .. Κάφκα.
- Ωστόσο, δεν είμαι ένοχη, είναι πλάνη.
- Παρεξηγείς τα γεγονότα, μου εξηγεί ο ιερέας, σαν να γνωρίζει ότι είναι σειρά του να μου εξιστορήσει τον μύθο του Κάφκα. "Η απόφαση δεν έρχεται μονομιάς· η διαδικασία οδηγεί σιγά σιγά στην απόφαση» προσθέτει -ερμηνεύοντας άψογα τον ρόλο του- κι αρχίζει την αφήγηση:

"Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ' αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα. «Ίσως», λέει ο θυρωρός, «τώρα όμως όχι». Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: «Αν το τραβά η όρεξή σου, δοκίμασε να μπεις, μ' όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω απ' όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ' αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ' εγώ μπορώ να την αντέξω». Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να 'ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει. Ο θυρωρός του δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει το θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός του κάνει συχνά μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, ξόδεψε όλα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: «Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παράλειψες τίποτα». Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος τού φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν' αλλάξουν τη γνώμη του θυρωρού. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θάνατό του σμίγουν οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ρώτημα, που δεν είχε κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν' ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει. «Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;» ρωτά ο θυρωρός, «είσαι αχόρταγος...» «Όλοι μάχονται για το νόμο», λέει ο άνθρωπος, «πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;» Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: «Κανένας άλλος δε μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω».

Ο Όρσον Ουέλς το διαβάζει υπέροχα εδώ:



Ξυπνώ ιδρωμένη και κοιτάζω γύρω μου. Αχ πάλι η τηλεόραση έμεινε ανοιχτή. 
"Εφιάλτης ήταν" σκέφτομαι.
Θυμάμαι καρέ καρέ το τρομακτικό σκηνικό του. Και πάνω που καθησυχασμένη βουλιάζω στο μαξιλάρι για να ξανακοιμηθώ, μία αναιδής φωνούλα (όμοια με εκείνη του δικαστή του Κάφκα) μου ψιθυρίζει:
- Αν κρίνει κανείς απ’ τα χείλη σας, θα καταδικαστείτε ασφαλώς, και μάλιστα σύντομα.

Υ.Γ. Μ αρέσει η μάσκα μου. Αν με αναγνωρίσετε στα Προπύλαια θα πρόκειται περί πλάνης
Την φορώ μόνο κατ' οίκον και ομολογώ πως νοιώθω μία χαρά.


Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το "Ποιός φοβάται τη Βιρτζίνια .. Blog?"