Tabs: Blog | About Me |

Παρασκευή, Νοεμβρίου 10

"Όντε νηστεύω το νερό, ρακή βάνω και πίνω"

Ξεπροβοδίζουμε τους ανθρώπους που αγαπήσαμε στο φευγιό τους με θρήνους και κλάμματα. Δεν τα πήγα ποτέ καλά με τους "τυποποιημένους" αποχωρισμούς. Στο νότο ευτυχώς, η "κουζουλάδα" μας κάνει ευρηματικούς.
Πάνε 10 μήνες που ο Μάρκος δεν είναι πια κοντά μας. Μας λείψαν τα καλαμπούρια του. Ο τρόπος που άδραχνε ο νους του μία κουβέντα και μετά κάλπαζε για να ανακατέψει γνώσεις και να φτιάξει ιστορίες. Σαν θυμόσοφος παπούς που μας έβαζε όλους στα γόνατα για να μας πει το παραμύθι πλάι στο αναμμένο τζάκι.

Ο Μάρκος Καραναστάσης ξεγέλασε μερικούς με τη ζωή του. Δεν ήταν κρητικός αλλά για τέτοιος λογιάζεται πια. Η καταγωγή του ήταν όμοια με εκείνη του Καβάφη και ο τόπος γέννησής του ήταν η Κως. Αλλά ο ίδιος έλεγε γελώντας: κατάγομαι από το χωριό της γυναίκας μου (κι εννοούσε την Σητεία). Διετέλεσε πρόεδρος στο ΤΕΙ Ηρακλείου και κατόπιν πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου (ο πρώτος μη κρητικός σε τέτοια θέση στην νεώτερη ιστορία μίας πόλης που φημίζεται για τον τοπικισμό της). Κάθε χρόνο τέτοια εποχή μας έπαιρνε όλους τηλέφωνο κι -άλλον με νάζι, άλλον με ανέκδοτα κι άλλον επιτακτικά- επέμενε να μας μαζέψει στο ρακοκάζανο για να γευτούμε το "πρωτοράκι" του.


Όλον τον Νοέμβρη η Κρήτη απ' άκρη σ' άκρη γύρω από ένα καζάνι μαζεύεται. Όχι για να αποστάξει τα στράφυλά της μόνο, αλλά για να βγάλει και το απόσταγμα της ψυχής της. Να επιστρέψει στις συνήθειες των προγόνων της. Να πιεί ρακί, να ψήσει οφτές πατάτες, να πει ιστορίες και να "αντιγυρίσει" μαντινάδες.
Και παράξενο πως στην είσοδο κάθε ρακοκάζανου αφήνεις το Αudi ή το Jeep και μαζί αφήνεις και το βαριεστημένο ύφος του νεοέλληνα.
Για να προσέλθεις στην κάλεση χαλαρός κι ανάλαφρος.


Κάποιοι είδαν κι απόειδαν που ο Μάρκος δεν έπαιρνε φέτος τηλέφωνο (απίστευτο μοιάζει ακόμη) κι ανέλαβαν την διοργάνωση.
"Να βγάλουμε ρακή για τον Καραναστάση. Θα 'ρθεις;" μου 'παν στο τηλέφωνο.
Και ποιός κατάφερε να πει ποτέ "όχι" στον Μάρκο;
Πρώτη φορά πήγαινα σε ρακοκάζανο με τέτοιο κόμπο στο στομάχι. Αλλά ευτυχώς η ρακή ειδικεύεται στο να λύνει κόμπους. Τις επόμενες ώρες τίποτα λυπησιάρικο δεν υπήρχε στη μάζωξη. Και βάζω στοίχημα πως κάπου ανάμεσα στα μικρά σχίσματα των τσιμεντόλιθων ο Μάρκος κόλλαγε το μάτι του και μας καμάρωνε.
Ώρα σου καλή, καπετάνιο.
Σου 'φερα εδώ και το τραγούδι σου.
Άστρα μη με μαλώνετε, που τραγουδώ τη νύχτα.

Σημείωση: Ο Μάρκος Καραναστάσης ήταν ο άνθρωπος που πάλεψε για να αποκτήσει το Ηράκλειο τον πίνακα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου "η βάφτιση του Χριστού" από την δημοπρασία του οίκου Christies. Ένα όνειρο τρελό .. από κείνα που του ταίριαζαν.


---------------------------------------------------------------------------
Όντε νηστεύω το νερό
ρακή βάνω και πίνω
κι ο Θεός δεν μου κακοβολά
μόνο σα δεν του δίνω


Το "καζάνι" -ή Άμβυκας- είναι ένα από τα πιο χρήσιμα εργαλεία στα χέρια των αμπελοκαλλιεργητών και χρησιμοποιείται για την απόσταξη των στέμφυλων και την παραγωγή της ρακής. Ποτό λατρεμένο των κρητικών που κάποτε έπεισαν ως και τους Τούρκους ότι δεν κάνουν δίχως του. Ένα οθωμανικό φιρμάνι του 1669 για την φορολογία του, ανέφερε ότι η ρακή είναι ο έτερος "επιούσιος άρτος" των χριστιανών.

Ο θεσμός του ρακοκάζανου νομιμοποιήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο γύρω στο 1920, οπόταν και δόθηκαν οι σχετικές άδειες στους κρήτες αγρότες.
Όμως η υπόθεση της απόσταξης είναι σαφώς παλιότερη ελληνική γνώση. Ο Πεδάνιος Διοσκουρίδης, τον 1ο αι. μ.Χ., ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο άμβυξ, για να περιγράψει μια πρωτόγονη συσκευή απόσταξης, που αποτελείτο από ένα δοχείο εφοδιασμένο με σωλήνα για την έξοδο του αποστάγματος, στο έργο του "Περί ύλης ιατρικής", που θεωρείται το πρώτο συστηματικό σύγγραμμα της φαρμακολογίας. Πάντως, σε καμιά περίπτωση δεν χρησιμοποιούσαν τότε τον άμβυκα για παραγωγή ποτών.



Ένα αφιέρωμα στο όμορφο κλίμα του κρητικού ρακοκάζανου επιχείρησε πρόσφατα η Ειρήνη Ταχατάκη. Μεταφέρω αποσπάσματα:

"
Ήταν η χρονιά που λόγω καιρικών συνθηκών η ποιότητα των σταφυλιών ήταν υποβαθμισμένη και δεν τα προτιμούσε η ξένη αγορά. Έτσι όλοι οι παραγωγοί τα τρυγούσαν “παρασύρα” και γραμμή για το οινοποιείο. Μα κι εκείνο όσο μεγάλο κι αν ήταν, πού να χωρέσει τόσο κρασί. Σκέφθηκαν αντί να τα οινοποιούν, να τα αποστάζουν και να βγάζουν ρακί στα φημισμένα ρακοκάζανα του τόπου.

Ο Αντώνης λοιπόν, στο καζάνι του δούλευε άγρυπνα. Μια μέρα, ένας φίλος του, επώνυμος Ηρακλειώτης, που δεν ζει πια - ειδοποίησε τον καζανάρη ότι θα φέρει τα στράφυλά του για απόσταξη. Από την περασμένη χρονιά προγραμμάτιζε τούτη την παραγωγή κυρίως για να βρει την ευκαιρία να περάσει μια αξέχαστη βραδιά στο φημισμένο -για το ρακί μα και για τα γλέντια του- ρακοκάζανο. Γλεντζές και ο ίδιος από τους λίγους, εκτός από την επιστήμη του, λάτρευε την κρητική μουσική και έγραφε ασύγκριτες κρητικές μαντινάδες που τις τραγουδούσε με συνοδεία το μαντολίνο του στις χαρούμενες συντροφιές του.


Το ρακοκάζανο, λοιπόν, δίδει αυτή την ευκαιρία, γιατί είναι κέντρο χαράς φυσικής και αβίαστης μέσα στην ίδια την καρδιά της φύσης. Η ζωή σ’ αυτό, πάντα, μέχρι σήμερα, είναι η συνέχιση της παλιάς ζωής στα ρακοκάζανα με την οφτή πατάτα ή τις μπριτζόλες, με την φιλική συντροφιά, το κέφι, την εγκαρδιότητα που αυξάνει πιο πολύ μέσα στο μεθυστικό άρωμα που αναδύει η καζανιά, το τσίκουδο, το στράφυλο και το μυρωδάτο απόσταγμα... Λίγο πολύ η ίδια σχεδόν εικόνα επικρατεί σε κάθε ρακοκάζανο της Κρήτης. Όμως του Αντώνη ήταν πάντα το "κάτι άλλο" που λέμε, το ξεχωριστό. Σ’ αυτό πάντα είχε συμβολή κι ο ίδιος με την πλατιά καλοσύνη του, τις κεφάτες ιστορίες και τις κουβέντες του, που κουβαλούσαν από παλιά, σμάρι ολόγυρά του, το φιλικό μελισσολόι. Το καζάνι του, πιο πολύ κέντρο για κέφι και χαρά, παρά σκοπός πλουτισμού και εισοδήματος.

Γλεντζές κι ο ίδιος, Θέ μου, και πώς τον ψυχανεμίζονται οι φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι από το Ηράκλειο και τα τρίγυρα και τον γυροφέρνουν.

Ευτυχώς που κι η γυναίκα του δίχως γκρινιάσματα για τα ξενύχτια τον υπομένει και τον στηρίζει στην κούρασή του. Φίλοι και ξένοι από τα γύρω χωριά έχουν την χαρά της φιλικής συντροφιάς. Εκεί, μαζεύονται κοντά στη θέση “Ρίζα” μετά την παλαιότατη εκκλησία της Αγίας Τριάδας σ’ ένα πλάτωμα. Η θέα - προς τα ανατολικά - της πλούσιας κωμόπολης νύχτα και μέρα, είναι ειδυλιακή και γραφικότατη.
Οι φίλοι του πολλοί κι όλοι γλεντζέδες. Νίκος Σκαρβελάκης, Στέφανος Μαρκομανωλάκης, Χρήστος Σκαρβελάκης, Γιώργος Μαρκομιχελάκης και τόσοι άλλοι. Τη φήμη του καζανιού είχαν μάθει κι άλλοι από το Ηράκλειο, επιστήμονες οι πιο πολλοί απ’ αυτούς, άλλοι υπάλληλοι κι άλλοι επιτυχημένοι επιχειρηματίες. Υπάρχουν όμως και οι τακτικοί θαμώνες όπως θα δούμε παρακάτω.

Το αποκορύφωμα λοιπόν για κέφι και γλέντι στο ρακοκάζανο του Αντώνη Φωστέρη έγινε μια ξεχωριστή βραδιά με άριστη οργάνωση, ειδική για την περίπτωση γιατί δόθηκε στον καζανάρη ειδικό “δίπλωμα” που φιλοτέχνησε ο γνωστός γραφίστας, φίλος της παρέας Μισέλ Ουάσεφ. Το υπόγραψαν οι πιο καλοί γλεντζέδες της περιοχής, ως “πρυτάνεις” , “καθηγητές” και “κοσμήτορες” στο είδος. Απονεμήθηκε σε ειδική τελετή και τελικά το δίπλωμα κορνιζωμένο αναρτήθηκε στον τοίχο του καζανιού και επακολούθησε γλέντι τρικούβερτο. Εκείνη η βραδιά του Νοέμβρη ήταν ψυχρή χειμωνιάτικη.
Τα κούτσουρα του καζανιού, σπιθοκοπούσαν και τα πρόσωπα της συντροφιάς ροδαλά και χαρούμενα στην όψη, άρχισαν το κέφι με χωρατά και ιστορίες από παλιά καζάνια, όπως του Μαρινογιάννη στις αρχές του 20ου αιώνα.

Τόσα γλέντια κι αστεία γίνονταν σ’ αυτό που οι χωριανοί από “καζανόσπιτο” το είχαν μετονομάσει σε “κουζουλόσπιτο”.
Ετοίμασαν και τα όργανα, βιολί και μαντολίνο, και σε λίγο οι χορευταράδες λες και είχαν φτερά και δεν πατούσαν στη γη ενώ οι μαντινάδες έδιναν και έπαιρναν.

“Απόψε να ποθάνω γω δεν πάω στα χαμένα,
κι άνθρωπος δεν τη γλέντησε τη νιότη σαν και μένα...”.

Δεν έλειψε και η τηλεοπτική κάλυψη για ενθύμιο. Γνωστός Ηρακλειώτης (που δεν υπάρχει πια) έβγαζε κείνο το βράδυ τη ρακή του και είχε κουβαλήσει ολόκληρο φορτηγό στέμφυλα. Οι λάμπες πετρελαίου στον τοίχο φώτιζαν υποβλητικά το χώρο ενώ το ευρύχωρο πάρκινγκ του αγροκτήματος γέμιζε συνεχώς αυτοκίνητα.

Τα όργανα άρχισαν με μεράκι, γλυκές πενιές και κονδυλιές, με τα “χαβιόλια” του Καλογερίδη και άλλων άξιων στη μουσική καλλιτεχνών, ενώ τα μελωδικά γυρίσματα γεννούσαν βαθιές συγκινήσεις, από κείνες που μόνο η μουσική της Κρήτης δημιουργεί στην καρδιά του κάθε Κρητικού. Ο ιδιοκτήτης του καζανιού ενθουσιασμένος, φωνάζει υψώνοντας το ποτήρι με το γλυκό κοκκινέλι:
Πίετε εξ αυτού πάντες, στην υγεία των οργανοπαικτών και της παρέας. Κι αρχίζουν οι μαντινάδες:

“Απόψε τσ’ έχω τσι χαρές κι όλα τση γης τα πλούτη
μέρα δεν εξημέρωσε γλυκιά ωσάν και τούτη”.

“Να ζήσουν οι λεβέντες οι καζανάρηδες” φωνάζουν μερικοί νεαροί Ηρακλειώτες. Κι η απάντηση:

“Ο ήλιος κάθε ταχυνή ντρέπεται να προβάλλει
γιατί τονε θαμπώνουνε τα εδικά σας κάλλη”.

“Φωθιά στα κόκκινα” φωνάζουν άλλοι για τις κοπελιές της συντροφιάς που χόρευαν και φορούσαν κόκκινες μπλούζες. Και κείνες πράγματι με ενθουσιασμό πιο μεγάλο, χόρευαν τους κρητικούς χορούς στροβιλιστά σαν σύγχρονες Μινωίτισσες.

“Ε, τον καλότυχο που βγάνει απόψε τη ρακή ντου” κάνει η κερά Πόπη η γυναίκα του καζανάρη. Ε, και δε θα ν' έχει μια επιτυχία... Ντα ποιός έχει δα νου να γραδάρει και να ξεκαζανιάσει”. Κι άλλος: “Το μόνο που αξίζει τούτηνέ την ώρα είναι να συμπαίνει τη φωτιά με τα κουτσούρια, να σύρει όξω όξω τα κάρβουνα, να ροδοψηθούνε οι μπριτζόλες... Ω, χαρώ τσι...”

“Φέρε κρασί Σπυράκο”, φωνάζει ο καζανάρης του γιου του. Γεμίζει το παιδί στο λεπτό μια μεγάλη κανάτα από το βαρελάκι και τη φέρνει.

- Ετονέ μωρέ το χρώμα του κρασιού είναι σαν τη πορφύρα τω (ν) Βυζαντινώ (ν) αυτοκρατόρω (ν). Αντε γειά μας ολωνώ. Όλοι σηκώνουν τα ποτήρια με κέφι ενώ η τηλεοπτική κάμερα με τον Μανόλη Ουστογιαννάκη γράφει τις εικόνες της χαράς: “Ε, μωρέ κέφι που ομορφαίνει τη ζωή μας. Να’ ναι πάντα τσα...”.

- Το ποτήρι σου θαρρώ πως είναι γιατρέ ραϊσμένο” λέει ο Νίκος.

- Ναι μωρέ κι όλας, μπαίνει στο νόημα ευθύς. Δίνω του και καταλαβαίνει...

- Τραγούδησε μωρέ λέει άλλος της παρέας στο διπλανό του.

- Τραγουδώ μωρέ, τραγουδώ ‘γω.

-Ναι, μα δεν κατέχεις να παίζεις κιανένα όργανο.

- Κατέχω μωρέ, κατέχω ΄γω και όργανο.

- Ήντα κατέχεις και παίζεις; λέει.

- Εγώ παίζω καλή ντενέκα... Κι ενώ όλοι χόρευαν και τραγουδούσαν, βγαίνει στην αυλή, αρπά μια γκαζοντενέκα και αρχίζει δυνατούς κρότους, που ξεσμιλιωθήκανε ένα γύρω τα νυχτοπούλια του Γιούχτα. Αρπά κι ο γιατρός το μαντολίνο.

- Σύντραμέ μου δάσκαλε με το βιολί λέει του φίλου του, να παίξω κι εγώ ένα σκοπουλάκι του χωριού μου που το ‘χω στα τρίσβαθα της ψυχής μου.

- Βάστα μου το ίσο...
Κι αρχίζει με μεράκι μαντινάδες που ο ίδιος είχε γράψει από παλιά γιατί ήταν και μαντιναδολόγος. Πρώτα για τα μάτια:

- Λέει μου ο ήλιος ξάνοιγε πως λάμπω και πως καίω
λιγότερο από τα μάθια τση γυρίζω και του λέω.

-Φεγγάρια κι ήλιους ξεπερνά των αμαθιών σου η λάμψη
τσιγάρο από το βλέμμα σου μπορεί κιανείς να ανάψει.

- Βγαίνεις που βγαίνεις καθ’ αργά φεγγάρι μου σεργιάνι
όντε γιαγέρνεις λέγε μου πού είναι κι ήντα κάνει.

- Λέγε τση πως τη χαιρετώ πως πίνω, πως δε λιώνω,
και πως βαστώ το χωρισμό και νταγιαντώ τον πόνο.

Πες τση πως θέλω να τση πω πως θέλω να τη σμίξω.
Πες τση το πως τηνε ποθώ και θέλω να τσ’ αγγίξω

να την χαϊδέψω στα μαλλιά, στο πρόσωπο, στον ώμο
να κάμει γλύκα τη χαρά και πούπουλο τον πόνο.

Λάμψη ματιώ να δώσει αυτή κι εγώ ψυχή να δώσω
ν’ αψεί να γίνει αυτή φωθιά κι εγώ κερί να λιώσω.

Και πάλι στο βοριανό σκοπό για τα μάθια:

- Τα μάθια σου ‘ναι πέλαγος π’ αέρας δεν το πιάνει
παλιό σκαρί ‘ μαι μα’θελα να βρω σ’ αυτά λιμάνι.

- Στα μάτια σου την άγκυρα θα ρίξω και θ’ αράξω
κι ανοδική στη ζήση σου πορεία θα χαράξω.

Κι οι μαντινάδες γεμάτες σεβντά συνεχίζονται:

-Σκέφτομαι με τη σκέψη σου , ζω με την αναπνιά σου,
χαίρομαι με το γέλιο σου, λιώνω με την ματιά σου.

Άχι το παραθύρι σου το ξεχαρβαλωμένο
εγώ το ξεχαρβάλωσα να μπαίνω και να βγαίνω

Όσα κι αν θέλεις την καρδιά, κομάθια τηνε κάνε
χίλια κομάθια να γενεί, χίλια θα σ’ αγαπάνε.

Η θέση που ‘χω στην καρδιά για σένα κρατημένη
είναι μπαξές που ουδέποτε άλλη κιαμιά δε μπαίνει”.

Εν τω μεταξύ, είχε ψηθεί επάνω στη γεωργική ξυλόσομπα η βραστή γίδα και μοσχομύριζε και αν δεν ήταν όλοι κουρασμένοι το κέφι ήθελα σύρει ίσαμε το ξημέρωμα".

* Η Ειρήνη Ταχατάκη είναι Αρχανιώτισσα λαογράφος.

Και οι παλιοί το λέγανε πως τα καλά σημάδια,
είναι τα ρακοπότηρα, σαφί, να μένουν άδεια.

Ευλογημένες, αληθινές κι ανεπιτήδευτες οι χαρές στα καζάνια, με ρίζες σε αλλοτινές διασκεδάσεις. Και μαζί με τα στέμφυλα και τη ρακή, να βγαίνει και το απόσταγμα από τις κουρασμένες ψυχές των ανθρώπων μας. Ακόμη πιο πολύτιμο κι ακόμη πιο μεθυστικό.

Γεννήκαμε του φαραγγιού, πέρα και δώθε μπάντα
όπου δεν σμίγουνε ποτέ, αλλά θωριούντε πάντα.

Αφιερωμένο στις παράλληλες .. πορείες. "Πάντα κοντά, ποτέ μαζί" που λέει κι ο ποιητής.

Ετικέτες

buzz it!


Permalink για το ""Όντε νηστεύω το νερό, ρακή βάνω και πίνω""

9 Comments:

Anonymous Ανώνυμος said...

Τον Χάρο ταπεινώνουνε
οι Άντρες σαν θα σβήσουν
γιατί στα μάτια τον θωρούν
τα βλέφαρα πριν κλείσουν

Γνώρισα τον Μάρκο στο ΤΕΙ. Δεν θέλω να πω κάτι άλλο για αυτόν.
Οι μαντινάδες τα λένε όλα.

Δεν θέλει ο Μάρκος κλάματα
γιατί ήταν παλικάρι
μονάχα μία κοντυλιά
για να χορέψει πάλι.

Γιατί

Διαλέγει ο χάρος τσι γενιές
πού πρέπει να χτυπήσει,
και παίρνει άντρες δυνατούς
τον άδη να στολίσει.

Εξαιρετικό κείμενο Οίστρε

11:42 π.μ.  
Anonymous Ανώνυμος said...

Φωτίτσες που καίνε κάτω απ'τα καζάνια,
σπιθίτσες κλεφτές, μαργαριταρένιες,
και στάλα-στάλα τα ποτήρια αδειάζουν,
γράφοντας τις παράλληλες πορείες,
στου Παραδείσου τα στενά, μα και της Κόλασης!

Chapeau!

12:18 μ.μ.  
Blogger Βαγγέλης Μπέκας said...

Στον τόπο μου βγάζουν τσίπουρο
Το πίνουν όλοι οι άλλοι
μα ‘γω γουστάρω το ράκι
για χω καρδιά μεγάλη…

ΥΓ.Το καρδιά μεγάλη είναι κυριολεξία, πάσχω από μεγαλο-καρδία!
Κωλόπαιδο είμαι…

12:55 μ.μ.  
Blogger oistros said...

Συκοφάντη
προσέξτε. Θα εκπέσετε του τίτλου σας :)
Και για να σοβαρευτώ: Πράγματι, μόνο όσοι τον γνώρισαν ξέρουν τι εννοώ.
Λένε ξέρετε και το άλλο:
Ακόμη και ο θάνατος
δεν το μπορεί να κάνει
ένα σπουδαίο άνθρωπο
στ' αλήθεια να πεθάνει.

Johnnie Walker
έχουν κάτι αλλιώτικο τα πρόσωπα όταν φωτίζονται από την φλογα του καζανιού. Κι εκεί που σκέφτεσαι ότι το σωστό επίθετο είναι "απόκοσμα" σε διαψεύδουν και σου βγαίνουν "ανθρώπινα".
Mπον Σουαρέ

Βήτα
Ενδιαφέρουσα "πάθηση". Να .. μην την προσέξετε :)

2:33 μ.μ.  
Blogger Καπετάνισσα said...

Πίνω κρασί, δε με μεθεί
ρακί δε με ζαλίζει
ως με μεθούν τα μάθια του
όντε μ'ανατρανίζει...


Οίστρε μου, μες στη μέθη τα φιλιά μου!

4:26 μ.μ.  
Blogger oistros said...

Αρχόντισσα
Όντε θωρρείς και δε μιλώ
δεν είναι πως δεν νοιώθω
Τέχνη να ξέρεις να κοιτάς
τα μάτια των ανθρώπω.

Μεθυσμένη επίσης :)

5:41 μ.μ.  
Blogger homelessMontresor said...

Μελαγχολικό το ποστ, αλλά διάβασα τα σχόλια και συνήλθα :-)

7:10 μ.μ.  
Blogger Markos said...

Σχέση με την Κρήτη εγώ δεν έχω, αλλά με το που σε διάβασα, "έφτασα" εκεί..
Πάω να .. νηστέψω το νερό ...
Καλό σου βράδυ.

7:44 μ.μ.  
Blogger oistros said...

Home
κι εγώ που νόμιζα ότι με τόσες μαντινάδες την ξόρκισα τη μελαγχολία. :)

Μάρκο
στα δικά μου μάτια οι"κρητικοί" είναι όσοι φτάνουν εκεί που δεν μπορούν (όπως έγραφε κι ο Καζαντζάκης).
Ευπρόσδεκτος και ... κοινωνήστε :)

7:51 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home